καρπόδεσμα

καρπόδεσμα
καρπόδεσμα, -έσμων, τὰ (Α)
τα δεσμά τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε αὐτῶ περιθεὶς καὶ περιδέραιον ἐν ποδοκάκαις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + δεσμά < δέω (II) «δένω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”